- ποτνιεύς
- -έως, ὁ, θηλ. ποτνιάς, -άδος, Α1. ο κάτοικος τών Ποτνιών2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Πότνιαι2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ ποτνιάδεςπροσωνυμία τών Ευμενίδων («Βάκχαι ποτνιάδες», Ευρ.)3. φρ. α) «Ποτνιεύς Γλαῡκος» — τίτλος έργου τού Αισχύλουβ) «ποτνιάς κρήνη» — πηγή νερού κοντά στην πόλη Ποτνιαί, από την οποία, όσοι έπιναν παραφρονούσανγ) «ποτνιάδες πῶλοι» — θηλυκά άλογα τής Βοιωτίαςδ) «ποτνιάδες ἵπποι» — τα άλογα που κατασπάραξαν τον Γλαύκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ποτνιαί, ονομ. πόλης, + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδ-εύς). Το θηλ. ποτνιάς < Ποτνιαί + επίθημα *άς, -άδος (πρβλ. Ισθμι-άς), ενώ ο τ. ποτνιάδες, ως επίθ. τών Ευμενίδων, έχει σχηματιστεί από τη λ. πότνια, κατά το μαινάδες].
Dictionary of Greek. 2013.